- τετράδυμα
- τα четверо близнецов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετράδυμα — τετράδυμος fourfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα … Dictionary of Greek
τετράδυμος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρία άλλα αδέρφια του (και από την ίδια μητέρα). 2. ο πληθ. ουδ. ως ουσ., τετράδυμα τέσσερα αδέρφια που γεννήθηκαν μαζί. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράδυμο η ραχιαία επιφάνεια του μέσου εγκεφάλου, που διαιρείται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)